- ευγόμφωτος
- εὐγόμφωτος, -ον (Α)εύγομφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐγόμφωτον — εὐγόμφωτος well nailed masc/fem acc sg εὐγόμφωτος well nailed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκάρφωτος — καλοκάρφωτος, ον (Α) (σχόλ. για ερμηνεία τού επιθ. ευγόμφωτος) καλά στερεωμένος, καλά καρφωμένος … Dictionary of Greek